- τριπλάσιος
- -α, -ο / τριπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῡσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ.γ. «τοῡτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιθέμενοι», Δημοσθ.)2. το ουδ. ως ουσ. το τριπλάσιο(ν)ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη από άλληννεοελλ.(το ουδ. με άρθρ. ως επίρρ.) τριπλάσια, τρεις φορές περισσότερο ή τρεις φορές μεγαλύτερο («αυτός πήρε στη μοιρασιά το τριπλάσιο από μένα»)αρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) τριπλάσιοντρεις φορές περισσότερο, τρεις φορές μεγαλύτερο, τρεις φορές δυνατότερα.επίρρ...τριπλασίως ΝΜΑ, και τριπλάσια Νσε τριπλάσια ποσότητα ή ένταση, σε τριπλάσιο μέγεθος ή αριθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πλάσιος*].
Dictionary of Greek. 2013.